λεωπάτητος
Look at other dictionaries:
λεωπάτητον — λεωπάτητος masc/fem acc sg λεωπάτητος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεωπάτητον — λεωπάτητος masc/fem acc sg λεωπάτητος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)